ξεμάλλιασμα

ξεμάλλιασμα
το, -ατος
η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεμαλλιάζω, βγάλσιμο ή ανακάτωμα των μαλλιών του κεφαλιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξεμάλλιασμα — το [ξεμαλλιάζω] βγάλσιμο ή ανακάτεμα τών μαλλιών …   Dictionary of Greek

  • ξεπουπούλιασμα — το [ξεπουπουλιάζω] 1. η αφαίρεση τών φτερών πτηνού, μάδημα 2. ξεμάλλιασμα κατά τον καβγά 3. απόκτηση φτερών 4. οικονομική αφαίμαξη …   Dictionary of Greek

  • ξεπουπούλιασμα — το, ατος 1. αφαίρεση πούπουλων πουλιού, μάδημα. 2. απόσπαση τριχών της κεφαλής, ξεμάλλιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σουρομάλλιασμα — το 1. ξεμάλλιασμα. 2. συμπλοκή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”